
Μύριαμ Μαας- επιτέλους παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου
Ο Μπούφι, το μικρό καφέ ημίαιμο σκυλί, πηδάει υπομονετικά ανάμεσα στα δίχτυα της ελιάς. Βαριέται. Για ώρες είχε ήδη μείνει εδώ, βλέποντας τη Μύριαμ, την αφεντικίνα του να χτενίζει τις ελιές, το ένα δέντρο μετά το άλλο. Δεν μπορεί να αντέξει περισσότερο. Ούτε μπορεί να αντέξει άλλο τη μυρωδιά των ελιών, ούτε θέλει να εξερευνήσει τον ελαιώνα ακόμα μια φορά. Ξέρει αυτόν τον ελαιώνα απ’ έξω κι ανακατωτά. Είναι σχεδόν Χριστούγεννα και από τις αρχές του Νοεμβρίου δεν είχε εξετάσει μόνο κάθε ύψωμα της γης σ’ αυτόν τον ελαιώνα, αλλά κόλλησε σε μια ατελείωτη αλυσίδα της ίδιας ρουτίνας: το πρωί, η Μύριαμ, η αγαπημένη του κυρία, τον οδηγεί από το Νας μέχρι την Προεσπέρα, όπου υποτίθεται ότι θα τρυγίσει 117 ελαιόδεντρα μόνη της. Από τη μία βάζει προσεκτικά τα μεγάλα πράσινα δίχτυα γύρω από τα δέντρα – μεγάλη δουλειά, αν πρέπει να την κάνει κάποιος μόνος του – και από την άλλη χτενίζει για ώρες τις ελιές με μια μικρή τσουγκράνα.
Όταν τελειώσει αυτή τη δουλειά, μαζεύει τις ελιές από το έδαφος, τις ρίχνει σε ένα μεγάλο λευκό σάκο και τις φορτώνει στο αυτοκίνητο για να τις φέρει στο σπίτι. Εδώ απλώνει τις ελιές στο πάτωμα ενός δροσερού και στεγνού δωματίου για προσωρινή αποθήκευση. Σε λίγες μέρες η Μύριαμ θα τις μεταφέρει στο ελαιοτριβείο των Ραχών.
Ο Μπούφι απορεί πώς αυτό το μικρό, λεπτό άτομο, με τα πλούσια ξανθά μακριά και σγουρά μαλλιά μπορεί να είναι τόσο προσηλωμένο σ’ αυτό το δύσκολο έργο. Αλλά καθώς ήδη ζει με τη Μύριαμ για περισσότερα από 2 χρόνια στην Ικαρία, είχε αρκετό χρόνο για να την μάθει καλά και ξέρει ότι όταν η Μύριαμ βάζει έναν στόχο, είναι αποφασισμένη να τα καταφέρει.
Τώρα, επιτέλους, η Μύριαμ «ακούει» τις παρακλήσεις του. Δένει το τελευταίο λευκό σακί της ημέρας, μαζεύει τα μαλλιά της από το πρόσωπό της και τα δένει σαν αλογοουρά. Χαϊδεύει απαλά το λαιμό και το μουσούδι του Μπούφι χαμογελώντας του και μετά λέει τις μαγικές λέξεις: “Αρκετά για σήμερα. Τελειώσαμε. Ας τακτοποιήσουμε τα πράγματα και να πάμε μια βόλτα “. Αυτό ηχεί σαν μελωδία στα αυτιά του Μπούφι. Αλλά παρόλο που ξέρει, ότι η μέρα θα τελειώσει, ξέρει επίσης ότι πρέπει να περιμένει για λίγο, μέχρι να τρέξει στην παραλία του Νας.
Η Μίριαμ κοιτάει γύρω της τον ελαιώνα. Προσεκτικά συγκεντρώνει τα δίχτυα, τακτοποιεί τα εργαλεία στην αποθήκη και κλείνει τα παράθυρα και τις πόρτες από τα δύο παλιά πέτρινα σπίτια, τα οποία βρίσκονται στο κτήμα. Πριν κλείσει την πόρτα του κήπου ρίχνει γρήγορα μια ματιά στον κήπο λαχανικών, να ελέγξει αν έχουν μείνει ακόμα μερικές κολοκύθες, τις οποίες μπορεί να μαζέψει και να μαγειρέψει απόψε. Είναι τυχερή. Μια πορτοκαλί κολοκύθα γυαλοκοπάει στο ηλιοβασίλεμα και η Μύριαμ την βάζει στο σάκο της. “Αυτό θα μας δώσει μια ωραία λαχανόσουπα απόψε”, λέει στον Μπούφι και ανοίγει με χαρά την πόρτα του μικρού της αυτοκινήτου για να τον αφήσει να μπει μέσα.
Πριν μπει στο αμάξι, γυρίζει το βλέμμα της πάνω από τη μεγάλη περιοχή του ελαιώνα, τους λαχανόκηπους και τα σπίτια και μετά, κλείνοντας πονηρά το μάτι, λέει στον εαυτό της: «Θα τα καταφέρω. Θα πάρει λίγο χρόνο, αλλά θα τα καταφέρω”.
Μετά ξεκινάει τη μηχανή και κατευθύνεται προς το Νας. Πηγαίνει αργά, γιατί αγαπά αυτή την ώρα της ημέρας: το ηλιοβασίλεμα έρχεται και μέσα στη χειμωνιάτικη ημέρα δεν βάφει μόνο τη θάλασσα με όμορφα μπλε και ροζ χρώματα, αλλά επίσης λούζει τα βουνά στην άλλη πλευρά του δρόμου με κόκκινο πορτοκαλί.
Η Μίριαμ δεν μπορεί να χορτάσει αυτό το θέαμα. Θεωρεί τον εαυτό της ευτυχισμένο άτομο που έχει την ευκαιρία να το ζει αυτό σε καθημερινή βάση.
Όσο σκέφτεται, ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό της. Πριν από 3 χρόνια, αυτή την ώρα της ημέρας, θα είχε φύγει από το γραφείο της σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία, με προορισμό το όμορφο και άνετο διαμέρισμά της στην Αθήνα. Αργότερα το ίδιο βράδυ, μπορεί να πήγαινε να δει μερικούς φίλους ή τον Νίκο – το αγόρι της – μπορεί να την πήγαινε σινεμά. Αλλά ακόμα και τώρα θα μπορούσε να ανακαλέσει το γενικό αίσθημα αυτού του είδους της ημέρας: ένα κάποιο κενό και μια μικρή αποβλάκωση. Η εργασία από τις 9π.μ. μέχρι τις 5 μ.μ. στο γραφείο δεν ήταν ποτέ πρόκληση, απλά παρείχε ένα καλό εισόδημα που ήταν απαραίτητο σε περιόδους κρίσης. Η εργασία σε μια ναυτιλιακή εταιρεία δεν σχετιζόταν καθόλου με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, αλλά τι θα μπορούσε να κάνει με το Μάστερ της κλινικής ψυχιατρικής σε μια χώρα, όπου το 80% των πτυχιούχων Πανεπιστημίου ήταν είτε άνεργοι είτε έπρεπε να εργαστούν για λίγα χρήματα σε μπαρ και εστιατόρια , επειδή έλειπαν επαρκείς θέσεις εργασίας;
Ίσως η Μύριαμ να είχε φύγει από τη χώρα, όπως τόσοι άλλοι, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ μια επιλογή γι’ αυτήν, παρόλο που μπορεί να είχε καλές ευκαιρίες. Η Μύριαμ μιλά Γερμανικά, Ολλανδικά, Ελληνικά και Αγγλικά… αυτά είναι ήδη ένα περιουσιακό στοιχείο. Είναι κόρη Γερμανού πατέρα και Ολλανδέζας μητέρας και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό στην Εύβοια.
Γεννημένη στην Αθήνα με ολλανδική ιθαγένεια, ήταν διαφορετική από τα άλλα παιδιά από την αρχή. Στο σπίτι ζούσε σε ένα μίγμα γερμανικής και ολλανδικής κουλτούρας κι έτσι, μόλις έβγαινε από την πόρτα, γινόταν η ξένη και αναγκαζόταν να ψάχνει τον δρόμο της στον ελληνικό κόσμο.
Καθώς οι γονείς της δεν είχαν μάθει την ελληνική γλώσσα πολύ καλά, η Μύριαμ έπρεπε να μάθει από τις πρώτες της μέρες του Νηπιαγωγείου, πώς να μιλάει ελληνικά και να τα βγάζει πέρα με τα άλλα παιδιά. Ίσως ήδη από τότε έμαθε να είναι αφοσιωμένη για να τα καταφέρνει. Σε κάθε περίπτωση, έμαθε να περιπλανιέται μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών και να αντιμετωπίζει ερωτήσεις σχετικά με το όνομά της και το παρελθόν της. Αν τη ρωτήσει κανείς σήμερα, η Μύριαμ θα απαντήσει πως θεωρεί πως είναι ελληνίδα – χωρίς αμφιβολία σε αυτό – παρόλο που τα γαλανά της μάτια και τα ξανθά της μαλλιά μπορεί να μην αντιστοιχούν στην εικόνα μιας νεαρής ελληνίδας. Κάποια στιγμή προσπάθησε να βουτήξει ολοκληρωτικά στον ολλανδικό πολιτισμό. Για το μεταπτυχιακό της δίπλωμα γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Leiden στην Ολλανδία, αλλά δεν της άρεσε καθόλου. Για να επιστρέψει στην Ελλάδα το ταχύτερο δυνατόν, επέσπευσε τις εξετάσεις της και ολοκλήρωσε το πτυχίο της μέσα σε 11 μήνες αντί για 12.
Έτσι, ξεκαθάρισε ότι εξερευνώντας και επεκτείνοντας τις ολλανδικές ρίζες της, δεν ήταν μια πραγματικά καλή επιλογή. Αλλά όσο μεγαλώνει η Μύριαμ καταλαβαίνει καλύτερα, ότι έχοντας μεγαλώσει σε τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς, την κάνει καλό διαμεσολαβητή, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιήσει σήμερα πολύ καλά στην Ικαρία. Αλλά από την Αθήνα στην Ικαρία, ήταν μακρύς ο δρόμος. Με την πάροδο των χρόνων, τα συναισθήματα της κενότητας μεγάλωναν και το γεγονός ότι δεν είχε τον έλεγχο της ζωής της την στεναχωρούσε επειδή η ζωή της καθοριζόταν από την κρίση και από τη λογική. Μετά από 7 χρόνια στην ναυτιλιακή εταιρία, η Μύριαμ ήξερε ότι είναι πια καιρός να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και να λάβει αποφάσεις.
Τα τελευταία χρόνια ήταν σε θέση να βάλει κάποια χρήματα στην άκρη, έτσι ώστε να είναι οικονομικά εξασφαλισμένη για να τολμήσει μια νέα αρχή. Και δεν είχε το κεφάλι της στα σύννεφα. Η Μύριαμ ήθελε να πάει στην Ικαρία και να ζήσει εκεί… και ήθελε να μείνει μακροχρόνια. Είχε ιδέες, δεν ήθελε να καταλήξει ως μία από τις πολλές σερβιτόρες και ανέπτυξε ήδη ένα επιχειρηματικό σχέδιο για την παροχή υπηρεσιών σε ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι δεν ζουν στην Ικαρία όλο το χρόνο.
Γιατί στην Ικαρία; Λοιπόν, τα τελευταία χρόνια η Ικαρία έγινε ο “τόπος της”. Με τον Νίκο, περνούσε τουλάχιστον 1 μήνα κάθε καλοκαίρι στον Νας. Λάτρευαν την ατμόσφαιρα και το τοπίο. Για τη Μύριαμ το να είναι κοντά στη θάλασσα ήταν πάντα ανάγκη. Είναι μια αφοσιωμένη σέρφερ, και το να είναι μέσα ή πάνω στο νερό δεν είναι μόνο παράδεισος γι’ αυτήν, αλλά της δίνει επίσης την απαραίτητη ενέργεια για να ξεχνάει την εργασία και την καθημερινή της ζωή στην Αθήνα. Έτσι, οι καλοκαιρινοί μήνες ανάμεσα στην παραλία του Νας και της Μεσακτής ξαναγεμίζουν τις μπαταρίες της. Αλλά κάθε χρόνο τα αποθεματικά θα τέλειωναν ταχύτερα και η ιδέα μεγάλωνε για να κάνει το βήμα και να πάει στην Ικαρία και να ζήσει εκεί. Η Μύριαμ ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο, ότι θα χρειαζόταν μερικές δουλειές για να πληρώσει τους λογαριασμούς, αλλά ήταν έτοιμη γι’ αυτό. Ήθελε να δράσει και να μην περιμένει άλλο να κυλίσουν τα πράγματα.
Φυσικά συζήτησε τα συναισθήματά της και τις ιδέες της πολύ με τον Νίκο, ο οποίος είχε τότε μια επιχείρηση κέτερινγκ στην Αθήνα “The Dutch man” (ο Ολλανδός), καθώς και ο Νίκος έχει και ολλανδικές ρίζες. Τα αισθήματά του για την Ικαρία ήταν παρόμοια με της Μύριαμ, αλλά ήθελε να πάρει την απόφασή του ανεξάρτητα. Αλλά τότε η κρίση έπληξε και την επιχείρησή του, οπότε στο τέλος αποφάσισε να την πουλήσει και να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για μια νέα αρχή στην Ικαρία.
Έτσι, το Μάρτιο του 2017 η Μύριαμ και ο Νίκος έφυγαν για την Ικαρία. Κατάφεραν να νοικιάσουν 2 δωμάτια σε αξιοπρεπή τιμή στον Νας, αλλά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά το ενοίκιο που ζητήθηκε. Ήταν σε επείγουσα ανάγκη για ένα μέρος να μείνουν. Τι να κάνουν; Τότε ο Νίκος θυμήθηκε μια κουβεντούλα που είχε με μια Ικαριώτισσα τη Τζούλι Καρούτσου που του είπε ότι έχει ακίνητα στην Προεσπέρα, ένα χωριό δίπλα στο Νας, που δεν χρησιμοποιεί. Ανήκαν στον πατέρα της, αλλά μετά τον θάνατό του η κόρη του ποτέ δεν χρησιμοποίησε πραγματικά το μέρος. Αλλά καθώς χαιρόταν την αγάπη του Νίκου και της Μύριαμ για το νησί, τους πρόσφερε να μείνουν στο κτήμα της δωρεάν, όποτε το επιθυμούν. Τώρα ήταν η ώρα να την θυμηθούν, της τηλεφώνησαν και με την άδειά της, οι δύο νέοι πήγαν στην Προεσπέρα και βρήκαν μια μεγάλη περιουσία με δύο κενά σπίτια.
Τα σπίτια ήταν εντάξει, όμως χρειάζονταν πολύ καθάρισμα, επειδή είχαν εγκαταλειφθεί για πολλά χρόνια. Αλλά και οι δύο δέχτηκαν την πρόκληση, σήκωσαν τα μανίκια τους και ξεκίνησαν τη δουλειά. Οι γείτονες ήρθαν, περίεργοι να μάθουν, ποιος έδινε νέα ζωή σε αυτό το κομμάτι γης. Όταν είδαν το νεαρό ζευγάρι, χάρηκαν για την ιδέα τους να ζήσουν εκεί και προσέφεραν μεγάλη υποστήριξη.
Έτσι η μικρή Μύριαμ έμαθε να σχεδιάζει και να φυτεύει λαχανόκηπους, έμαθε την συγκομιδή της ελιάς και όλα τα εργαλεία και τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για την νέα της απασχόληση. Έτσι, μετά από μερικούς μήνες η γη καθαρίστηκε, ένα από τα παλιά πέτρινα σπίτια επιπλώθηκε και εξοπλίσθηκε, συνδυάζοντας σύγχρονο εξοπλισμό, όπως Wi-Fi και μοντέρνα στρώματα με παραδοσιακό τζάκι και κουζίνα και αρκετά ξύλα στοιβάχτηκαν για να ανάψει η φωτιά κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Βλέποντας αυτά τα αποτελέσματα, η Μύριαμ και ο Νίκος σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν το κτήμα ως “Αγροτουριστικό κατάλυμα”, μια μορφή φιλικού προς το οικοσύστημα, βιώσιμου τουρισμού, όπου οι τουρίστες έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν στην αγροτική ζωή. Συζήτησαν την ιδέα με την ιδιοκτήτρια και δέχτηκε. Τώρα η Μύριαμ και ο Νίκος μπόρεσαν να νοικιάσουν τη γη στην Προεσπέρα και να προσπαθήσουν να ζήσουν από αυτή την επιχείρηση. Οι πρώτοι τουρίστες που ήρθαν το 2018 και το 2019 ήταν μια μεγάλη ανακούφιση.
Εντυπωσιάστηκαν από την ομορφιά και το πνεύμα του τόπου. Αυτό δίνει την ελπίδα ότι η ιδέα θα αναπτυχθεί. Παρά ταύτα, το εισόδημα δεν είναι αρκετό για να ζήσουν.
Ετσι, η Μίριαμ βρήκε μια δεύτερη δουλειά κρατώντας ένα κατάστημα κεραμικών στον Αρμενιστή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, διάφορες άλλες μικροδουλειές κατά τη διάρκεια του χειμώνα και επιπλέον, αναλαμβάνει κάποιες μεταφράσεις. «Αλλά θα τα καταφέρουμε…», η Μύριαμ είναι σίγουρη, όταν το σκέφτεται. «Αλλά», προσθέτει με ένα χαμόγελο, ενώ περπατάει στα σκαλιά της παραλίας του Nας, «μπορεί να πάρει ακόμα λίγο χρόνο. Είναι ωραίο να γίνει με τον Ικαριώτικο τρόπο. Αργά, αργά».
Φτάνοντας στην παραλία, ο Μπούφι τρέχει προς τα κύματα. Τέλος! Αναπνέουν τη θάλασσα μέσα και έξω, μυρίζοντας τον χειμερινό αέρα… Τι ανακούφιση! Η Μύριαμ συμφωνεί. Παρόλο που είναι πεθαμένη από κούραση, ξέρει ότι η Ικαρία είναι ένα καλό μέρος για να ζήσει. Βλέπει μια μακροπρόθεσμη προοπτική σε αυτό, επειδή πήρε πίσω την ισορροπία της και αισθάνεται ζωντανή. Φυσικά, μερικές φορές, έχει κάποιες ανησυχίες, αν όλα τα σχέδιά της μπορεί να πάνε καλά, αλλά αν μια ιδέα αποτύχει, θα εμφανιστεί κι άλλη. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να ανταλλάξει αυτή τη ζωή με την προηγούμενη ζωή της στην Αθήνα. Βλέποντας τον Μπούφι να τρέχει με τα κύματα, η Μύριαμ παίρνει μια βαθιά ανάσα και κάθεται πάνω σε μια πέτρα. Παρατηρεί τη θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα…. χρειάζεται περισσότερα για να ξέρεις ότι έζησες μια καλή μέρα;
(@Birgit_Urban)