O Σταμάτης…. άφησε μια κενή καρέκλα στην πλατεία….

Κατεβαίνω στην πλατεία για να πιω τον πρωινό μου καφέ. Με την πρώτη ματιά τα πάντα μοιάζουν να είναι τα ίδια.   Η θάλασσα με χαιρετά με τα σκούρα μπλε χρώματα της, στα καφενεία οι άνθρωποι παραγγέλνουν τους καφέδες τους, τα πρώτα νέα ανταλλάσσονται, οι μοτοσικλέτες έρχονται  να πάρουν τους καφέδες για διάφορα μέρη.   Όλα μοιάζουν ίδια, αλλά από τώρα και στο εξής θα είναι διαφορετικά.

Σταμάτης

Ο Σταμάτης δεν είναι εδώ. Ο Σταμάτης Φωκάνιος, ο καπετάνιος. Στο παρελθόν ερχόταν κάθε πρωί από τα Θέρμα, πάρκαρε το μικρό του τζιπ στην πρώτη σειρά στη θάλασσα, έπαιρνε τη θέση του στο καφενείο και άναβε το τσιγάρο του.   Ποτέ δεν μιλούσε πολύ, αλλά τα λαμπερά του μάτια, κοιτούσαν περίεργα τριγύρω. Ήταν καλός ακροατής, δεν του ήταν απαραίτητο να σχολιάζει τα πάντα. Είχε δει και ζήσει πολλά, αρκετά λόγια είχε ανταλλάξει.   Έτσι, από τότε που έφυγε από τη θάλασσα και τα μεγάλα πλοία, τα οποία είχε κυβερνήσει στους ωκεανούς για τόσα χρόνια, είχε βάλει το πόδι στην Ικαρία και πάλι, για τα καλά αυτή τη φορά.   Ο Σταμάτης επιθυμούσε μια ήσυχη ζωή. Στο σπίτι είχε να κουμαντάρει 4 γυναίκες: τη σύζυγό του Ευδοκία και τις τρεις κόρες του: Κούλα, Μαρία και Άντζελα. Καλές γυναίκες, δυνατές γυναίκες. Η γυναίκα του κυβερνούσε τα πάντα, όταν ο άντρας της έλειπε, πρόσεχε το σπίτι και μεγάλωνε τα παιδιά. Τώρα οι κόρες είναι σε καλό δρόμο, δημιούργησαν τη ζωή τους, οπότε δεν ανησυχούσε γι’ αυτές.   Έχοντας αυτό κατά νου, ο Σταμάτης απολάμβανε τους πρωινούς καφέδες του με τους παλιούς του φίλους.   Γνώριζε κάποιους από αυτούς για τόσο πολλά χρόνια και μπορούσαν να θυμηθούν κάθε μικρή λεπτομέρεια των ιστοριών που είχαν ζήσει μαζί.   Έτσι αγαπούσε να κάθεται με αυτά τα γνωστά πρόσωπα, να καπνίζει το τσιγάρο του, να βλέπει τους ανθρώπους να περνούν, να βλέπει τους ψαράδες να έρχονται, να μιλάνε για τον καιρό.  Αυτά είναι τα συστατικά μιας πρωινής ρουτίνας, μιας ρουτίνας που φανερώνει ότι η ζωή συνεχίζεται με τον οικείο και αργό ρυθμό της.

Ο Σταμάτης στο σπίτι του στα Θέρμα

Όταν τον γνώρισα, με γοήτευσαν τα λαμπερά του μάτια και η βαθιά του φωνή.    Πίναμε τον καφέ μας παρέα και με τα φτωχά μου ελληνικά και τα λίγα αγγλικά του, κάναμε ωραίες κουβέντες. Ήξερε ότι είμαι Γερμανίδα, ότι μου αρέσει το νησί και ότι έρχομαι εδώ ακόμα και κατά τη διάρκεια του χειμώνα.   Του ήταν αρκετό να ξέρει αυτά τα πράγματα για μένα . Όταν τον ρωτούσαν, ποιά είμαι, έλεγε:  “είναι Γερμανίδα”, κουνώντας το κεφάλι του σαν να ήθελε να προσθέσει “είναι καλό παιδί”. Το χειμώνα, ήμασταν οι πρώτοι στην πλατεία και μου άρεσε να κάθομαι στο πλευρό του, δίπλα στο μικρό τζάκι. Μου άρεσε ο τρόπος που ήταν ντυμένος: παλιό δερμάτινο μπουφάν, παλιό καπέλο, μουστακάκι, παντελόνι που με κάποιο τρόπο  υποστήριζε τη μικρή κοιλιά του. Τι ωραία και ζεστή παρέα για τον πρωινό καφέ!

Ο Σταμάτης και η γυναίκα του

Αλλά πέρυσι αρρώστησε.  Δεν ήταν πλέον σε θέση να οδηγήσει μόνος του το τζιπάκι του, αλλά τα μέλη της οικογένειας τον έφερναν στο καφενείο και τον έβαζαν να καθίσει στην αγαπημένη καρέκλα του.    Τα κατάφερνε  ακόμα και χαιρόταν τους φίλους του γύρω, τα τσιγάρα του και τον καφέ … τα μόνα πράγματα που χρειαζόταν για να νιώθει ζωντανός.

Αλλά τώρα η καρέκλα του θα παραμείνει άδεια. Πριν από μερικές ημέρες, οι φίλοι και η οικογένειά του συγκεντρώθηκαν για τελευταία φορά στη μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου στον Άγιο Κήρυκο για να τον συνοδεύσουν στο τελευταίο του ταξίδι. Έξω, οι γέροι ψιθύριζαν ο ένας στον άλλο. Ο παλιός του φίλος, Ηλίας – ο Φαράο – έσκυβε στο μπαστούνι του και κοιτούσε τη θάλασσα, χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Στις σκέψεις του ταξίδευε ξανά με τον Σταμάτη στους επτά ωκεανούς, γνωρίζοντας ότι ο παλιός του φίλος πρέπει να πάει σε αυτό το ταξίδι μόνος του.

Καλό ταξίδι, Σταμάτη.   Μας λείπεις πολύ.

Σταμάτης στο καφενείο